adoucisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adoucisseur | adoucisseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adoucisseur (fr) αρσενικό
- τεχνίτης εξειδικευμένος στη λείανση διαφόρων εξαρτημάτων
- συσκευή που μαλακώνει το νερό, αποσκληρυντής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη adoucir