aguichage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aguichage aguichages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

aguichage (fr) αρσενικό

  1. η γοητεία, το τράβηγμα της προσοχής κάποιου
  2. μέθοδος διαφήμισης που σε πρώτη φάση κάνει μια ερώτηση (τραβώντας έτσι την προσοχή) και σε δεύτερη φάση (π.χ. μερικές μέρες αργότερα) δίνει την απάντηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη aguicher