akraĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akraĵo | akraĵoj |
αιτιατική | akraĵon | akraĵojn |
akraĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akraĵo | akraĵoj |
αιτιατική | akraĵon | akraĵojn |
akraĵo (eo)