alaĵo
(Ανακατεύθυνση από alajxo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alaĵo | alaĵoj |
αιτιατική | alaĵon | alaĵojn |
alaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alaĵo | alaĵoj |
αιτιατική | alaĵon | alaĵojn |
alaĵo (eo)