alkuro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkuro | alkuroj |
αιτιατική | alkuron | alkurojn |
alkuro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkuro | alkuroj |
αιτιατική | alkuron | alkurojn |
alkuro (eo)