alley

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
alley alleys

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈæ.li/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

alley (en)

  1. το σοκάκι, δρομάκι ανάμεσα σε πυκνή δόμηση ή δενδροστοιχία
  2. ο διάδρομος σε αθλήματα/σπορ (skittles, bowling κτλ)