ambroisie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ambroisie ambroisies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ambroisie (fr) θηλυκό

  1. η αμβροσία
  2. (μεταφορικά) εξαίρετο έδεσμα
  3. (φυτό) αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται σε αφεψήματα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]