εξαίρετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαίρετος < ἐξαίρετος
Επίθετο[επεξεργασία]
εξαίρετος, -η, -ο
- ιδιαίτερα καλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαίρετος