ambush
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ambush | ambushes |
ambush (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ενέδρα
- ↪ We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
- Αλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.
- ↪ We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | ambush |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ambushes |
αόριστος | ambushed |
παθητική μετοχή | ambushed |
ενεργητική μετοχή | ambushing |
ambush (en)
- παραμονεύω, κάνω μια αιφνιδιαστική επίθεση σε κάποιον ή κάτι από μια κρυφή θέση
- ↪ They ambushed him outside of the village.
- Τον παραμόνεψαν έξω από το χωριό.
- ↪ They ambushed him outside of the village.