apply

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας apply
γ΄ ενικό ενεστώτα applies
αόριστος applied
παθητική μετοχή applied
ενεργητική μετοχή applying

Ρήμα[επεξεργασία]

apply (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αιτούμαι εγγράφως, κάνω αίτηση, στέλνω αίτηση, υποβάλλω ένα επίσημο αίτημα, συνήθως γραπτώς, για κάτι όπως δουλειά, δάνειο, άδεια για κάτι, θέση σε πανεπιστήμιο κτλ.
    I am applying for the position of staff manager.
    Κάνω αίτηση για τη θέση προσωπάρχη.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ισχύω, εφαρμόζω, επηρεάζω ή είμαι σχετικός με κάποιον ή κάτι
    Does this apply to me too?
    Ισχύει αυτό και για μένα;
    The ban still applies to everyone.
    Η απαγόρευση ισχύει ακόμα για όλους.
    Does this rule apply to our case?
    Εφαρμόζεται αυτός ο κανόνας στην περίπτωσή μας;
  3. (μεταβατικό) ασκώ, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ κάτι ή κάνω κάτι να λειτουργεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    I apply my electoral right/my right to vote.
    Ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα.
    I apply a scientific discovery to industry.
    Εφαρμόζω μια επιστημονική ανακάλυψη στη βιομηχανία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη use
  4. (μεταβατικό) βάζω, απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια
    I apply ice to my head.
    Βάζω πάγο στο κεφάλι μου.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]