appointment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
appointment appointments

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

appointment (en)

  1. το ραντεβού
    doctor’s appointment - ιατρικό ραντεβού
    I have an appointment at ten.
    Έχω ραντεβού στις δέκα.
    When would you like to book an appointment (for)?
    Πότε θα ήθελες να κλείσουμε ένα ραντεβού;
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο διορισμός, η ανάδειξη
    his appointment to the UN - ο διορισμός του στον ΟΗΕ
    His appointment to the position of director is certain.
    Ο διορισμός του στη θέση του διευθυντή είναι βέβαιος.
     συνώνυμα: nomination, assignment

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη appoint

Πηγές[επεξεργασία]