ανάδειξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάδειξη | οι | αναδείξεις |
γενική | της | ανάδειξης* | των | αναδείξεων |
αιτιατική | την | ανάδειξη | τις | αναδείξεις |
κλητική | ανάδειξη | αναδείξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδείξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάδειξη < (ελληνιστική κοινή) ἀνάδειξις < αρχαία ελληνική ἀναδείκνυμι < δείκνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάδειξη θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναδεικνύω / αναδείχνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αναδεικνύω, δεικνύω και δείχνω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάδειξη
|