arkaikaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkaikaĵo | arkaikaĵoj |
αιτιατική | arkaikaĵon | arkaikaĵojn |
arkaikaĵo (eo)
- (μεταφορικά) αρχαιότητα, κάτι που έχει ξεπεραστεί