attrape-couillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attrape-couillon | attrape-couillons |
attrape-couillon (fr) αρσενικό
- χοντροειδής απάτη, χοντροειδές καλαμπούρι