aven
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aven < κελτική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aven | avens |
aven (fr) αρσενικό
- φυσική οπή που δημιουργείται στην επιφάνεια ασβεστολιθικού οροπεδίου (causse) από τα νερά της βροχής που διεισδύουν μέσα του