igue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
igue | igues |
igue (fr) θηλυκό
- φυσική οπή που δημιουργείται στην επιφάνεια ασβεστολιθικού οροπεδίου (causse) από τα νερά της βροχής που διεισδύουν μέσα του