baccalauréat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

baccalauréat < μεσαιωνική λατινική baccalaureatus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.ka.lo.ʁe.a/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
baccalauréat baccalauréats

baccalauréat (fr) αρσενικό

  1. (Γαλλία) το απολυτήριο του λυκείου
  2. (Καναδάς) πανεπιστημιακές σπουδές πρώτου κύκλου· το δίπλωμα που παίρνει κάποιος στο τέλος αυτών των σπουδών
    baccalauréat ès arts (B.A.) - δίπλωμα καλών τεχνών
    baccalauréat ès sciences (B.Sc.) - δίπλωμα θετικών επιστημών

Συνώνυμα[επεξεργασία]