baptonomo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baptonomo | baptonomoj |
αιτιατική | baptonomon | baptonomojn |
baptonomo (eo)
- το (μικρό) όνομα, το βαφτιστικό