battery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
battery | batteries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
battery (en)
- η μπαταρία (μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας)
- η βιαιοπραγία
- η πυροβολαρχία
- η ομοβροντία
- (μεταφορικά) τα ντραμς στην μέταλ, βίαια κρουστά
- η συστοιχία πυροβόλων