bodyguard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bodyguard bodyguards

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bodyguard < body + guard

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bodyguard (en)

Πηγές[επεξεργασία]