bouffissure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bouffissure | bouffissures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bouffissure (fr) θηλυκό
- το πρήξιμο
- (μεταφορικά) η υπερφόρτωση του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ένας συγγραφέας