bougeotte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bougeotte < bouger

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bougeotte bougeottes

bougeotte (fr) θηλυκό