break in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | break in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks in |
αόριστος | broke in |
παθητική μετοχή | broken in |
ενεργητική μετοχή | breaking in |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- break in < → δείτε τις λέξεις break και in. (μαρτυρείται από το 1535 περίπου με την πρώτη σημασία)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌbreɪk ˈɪn/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
break in (en)
- (αμετάβατο) διαρρηγνύω, κάνω διάρρηξη
- ↪ The police caught a person in the act trying to break in.
- Η αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη.
- ↪ The police caught a person in the act trying to break in.
- (μεταβατικό) το να δαμάζω, τιθασεύω ένα άλογο
- (αμετάβατο) διακόπτω, πετιέμαι, αρχίζω να μιλάω πριν τελειώσει κάποιος την ομιλία του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- break in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 695. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετάγομαι