bubble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bubble | bubbles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bubble (en)
- η φυσαλίδα, η φούσκα, μια ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό
- ↪ bubbles began rising - άρχισαν να βγαίνουν φυσαλίδες
- ↪ the bubbles of the boiling water - οι φούσκες του νερού που βράζει
Πηγές[επεξεργασία]
- bubble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 945, 953. ISBN 9780194325684., λήμμα: φούσκα, φυσαλίδα