budgétivore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
budgétivore | budgétivores |
Επίθετο[επεξεργασία]
budgétivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σκωπτικό)
- (για πρόσωπα) που ζει σε βάρος του δημόσιου
- (για πράγματα) που βαρύνει έναν προϋπολογισμό