caillera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caillera | cailleras |
caillera (fr) θηλυκό
- (verlan) (ειρωνικό) ομάδα ανθρώπων που θεωρούνται τιποτένιοι από άλλους
- (verlan) κάποιος που θεωρείται τιποτένιος