cardinal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κύριος
- the cardinal virtues - οι κύριες αρετές
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cardinal | cardinals |
cardinal (en)
- (χριστιανισμός) ο καρδινάλιος
- (μαθηματικά) το απόλυτο αριθμητικό
- (πτηνό) καρδινάλιος, είδος πουλιού
- μια απόχρωση του κόκκινου
cardinal (χρώμα):
Πηγές[επεξεργασία]
- cardinal (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- cardinal (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cardinal (fr)
Αντώνυμοι[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cardinal | cardinaux |
cardinal (fr) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Χριστιανισμός (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Πτηνά (αγγλικά)
- Ζώα (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μαθηματικά (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Χριστιανισμός (γαλλικά)
- Πτηνά (γαλλικά)
- Ζώα (γαλλικά)