casanier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | casanier | casaniers |
θηλυκό | casanière | casanières |
casanier (fr)
- που του αρέσει να μένει στο σπίτι του, σπιτόγατος