centopo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centopo | centopoj |
αιτιατική | centopon | centopojn |
centopo (eo)
- η εκατοντάδα, σύνολο από εκατό (πράγματα, πρόσωπα, κλπ.)