challenge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

challenge (en)

  1. η πρόκληση (σε ανταγωνισμό, για να αποδείξεις κάτι, χυδαία ή ηθική πρόκληση)
  2. η πρόκληση, κάτι δύσκολο που θέλουμε να πετύχουμε
    learning a language at this age was a challenge to him

Ρήμα[επεξεργασία]

challenge (en)

  • προκαλώ (σε ανταγωνισμό, μονομαχία κλπ)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
challenge challenges

challenge (fr) αρσενικό

  1. η πρόκληση (σε ανταγωνισμό ή να αποδείξεις κάτι)
  2. η πρόκληση, κάτι δύσκολο που θέλουμε να πετύχουμε