charbon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
charbon charbons

charbon (fr) αρσενικό

  1. το κάρβουνο
  2. (τεχνολογία) το καρβουνάκι
  3. η αγγαρεία, η δουλειά που κανείς δεν θέλει να κάνει
    il faut que j'aille au charbon - πρέπει να πάω να κάνω μια αγγαρεία

Συγγενικά[επεξεργασία]