chaudeau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaudeau | chaudeaux |
chaudeau (fr) αρσενικό
- (ιδιωματικό) ζεστή σούπα
- (γαστρονομία) ζεστό και αρωματισμένο ζαχαρούχο γάλα