ĉelo
(Ανακατεύθυνση από chelo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉelo | ĉeloj |
αιτιατική | ĉelon | ĉelojn |
ĉelo (eo)
- το κελί (ενός μοναστηριού)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉelo | ĉeloj |
αιτιατική | ĉelon | ĉelojn |
ĉelo (eo)