coat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
coat coats

coat (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας coat
γ΄ ενικό ενεστώτα coats
αόριστος coated
παθητική μετοχή coated
ενεργητική μετοχή coating

coat (en)

  • επενδύω, επικαλύπτω, επιστρώνω, καλύπτω κάτι με ένα στρώμα ουσίας
    a kitchen coated with tiles - κουζίνα επενδυμένη με πλακάκια
    I coated the bathroom with tiles.
    Επένδυσα το μπάνιο με πλακάκια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cover

Πηγές[επεξεργασία]