coat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coat | coats |
coat (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | coat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coats |
αόριστος | coated |
παθητική μετοχή | coated |
ενεργητική μετοχή | coating |
coat (en)
- επενδύω, επικαλύπτω, επιστρώνω, καλύπτω κάτι με ένα στρώμα ουσίας