color

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

color→ δείτε τη λέξη colour

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkʌləɹ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
color colors

color (en)

  1. αμερικανική γραφή του colour
  2. (πληροφορική) η λέξη χρώμα σε εντολές και όρους της πληροφορικής γράφεται με την αμερικανική ορθογραφία

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας color
γ΄ ενικό ενεστώτα colors
αόριστος colored
παθητική μετοχή colored
ενεργητική μετοχή coloring

color (en)