commute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας commute
γ΄ ενικό ενεστώτα commutes
αόριστος commuted
παθητική μετοχή commuted
ενεργητική μετοχή commuting

commute (en)

  1. (μεταβατικό, νομικός όρος) μετατρέπω ποινή
    I commute a death sentence to a life sentence.
    Μετατρέπω θανατική ποινή σε ισόβια κάθειρξη.
  2. (μεταβατικό, οικονομία) εναλλάσσω ένα είδος πληρωμής με άλλο
    I commute an annuity into a lump sum.
    Εναλλάσσω ισόβια πρόσοδο με εφάπαξ ποσό.

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
commute commutes

commute (en)

  • το ταξίδι που κάνω όταν πηγαινοέρχομαι στη δουλειά από το σπίτι μου
    My daily commute is one hour.
    Το καθημερινό μου ταξίδι στη δουλειά είναι μία ώρα.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας commute
γ΄ ενικό ενεστώτα commutes
αόριστος commuted
παθητική μετοχή commuted
ενεργητική μετοχή commuting

commute (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) πηγαινοέρχομαι, ταξιδεύω τακτικά με λεωφορείο, τρένο, αυτοκίνητο κτλ. μεταξύ του τόπου εργασίας μου και του σπιτιού μου
    I commute to my job twice daily.
    Κάθε μέρα πηγαινοέρχομαι δυο φορές στη δουλειά μου.
    I commute three times a month for business.
    Πηγαινοέρχομαι τρεις φορές το μήνα στην Αθήνα για δουλειές.

Πηγές[επεξεργασία]