commute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | commute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commutes |
αόριστος | commuted |
παθητική μετοχή | commuted |
ενεργητική μετοχή | commuting |
commute (en)
- (μεταβατικό, νομικός όρος) μετατρέπω ποινή
- ↪ I commute a death sentence to a life sentence.
- Μετατρέπω θανατική ποινή σε ισόβια κάθειρξη.
- ↪ I commute a death sentence to a life sentence.
- (μεταβατικό, οικονομία) εναλλάσσω ένα είδος πληρωμής με άλλο
- ↪ I commute an annuity into a lump sum.
- Εναλλάσσω ισόβια πρόσοδο με εφάπαξ ποσό.
- ↪ I commute an annuity into a lump sum.
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
commute | commutes |
commute (en)
- το ταξίδι που κάνω όταν πηγαινοέρχομαι στη δουλειά από το σπίτι μου
- ↪ My daily commute is one hour.
- Το καθημερινό μου ταξίδι στη δουλειά είναι μία ώρα.
- ↪ My daily commute is one hour.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | commute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commutes |
αόριστος | commuted |
παθητική μετοχή | commuted |
ενεργητική μετοχή | commuting |
commute (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πηγαινοέρχομαι, ταξιδεύω τακτικά με λεωφορείο, τρένο, αυτοκίνητο κτλ. μεταξύ του τόπου εργασίας μου και του σπιτιού μου
- ↪ I commute to my job twice daily.
- Κάθε μέρα πηγαινοέρχομαι δυο φορές στη δουλειά μου.
- ↪ I commute three times a month for business.
- Πηγαινοέρχομαι τρεις φορές το μήνα στην Αθήνα για δουλειές.
- ↪ I commute to my job twice daily.