conk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conk conks

conk (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας conk
γ΄ ενικό ενεστώτα conks
αόριστος conked
παθητική μετοχή conked
ενεργητική μετοχή conking

conk (en)

  1. (αργκό) δίνω μια μπουνιά στα μούτρα
  2. (προφορικό, αμερικανικό) → συνήθως στην έκφραση: conk out (παθαίνω βλάβη)

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]