contextualisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
contextualisation contextualisations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

contextualisation (fr) θηλυκό

  1. η τοποθέτηση μιας ιδέας, μιας λέξης, κ.α. σε ένα συγκειμενικό πλαίσιο
  2. η τοποθέτηση ενός γεγονότος σε ένα γενικότερο σύνολο περιστάσεων

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη contexte