coudée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

coudée < coude

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
coudée coudées

coudée (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]