criminogène

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

criminogène < λατινική crimen (έγκλημα, στη γενική: criminis) + -gène

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
criminogène criminogènes

criminogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη crime