crime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
crime crimes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crime (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το έγκλημα, δραστηριότητες που συνεπάγονται παραβίαση του νόμου
    Blackmail is a type of crime.
    Ο εκβιασμός είναι ένα είδος εγκλήματος.
  2. το έγκλημα, παράνομη πράξη ή δραστηριότητα που μπορεί να τιμωρηθεί από το νόμο
    He was innocent of the crime they attributed to him.
    Ήταν αθώος από το έγκλημα που του καταλόγιζαν.
  3. (μόνο ενικός, ανεπίσημο, a crime) το έγκλημα, κάτι που πιστεύω ότι είναι ηθικά κακό ή είναι μεγάλο λάθος
    It is not a crime to speak your mind openly.
    Δεν είναι έγκλημα να λες την γνώμη σου ανοιχτά.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

από το λατινικό crimen, κατηγορία

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crime (fr))

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crime (pt))