décocher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
décocher (fr)
- τοξεύω
- (μεταφορικά) πετώ κάτι (σαν βέλος)
- (τεχνολογία) στη σιδηρουργία, σπάζω το καλούπι για να πάρω το εξάρτημα