délivrance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- délivrance < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
délivrance | délivrances |
délivrance (fr) θηλυκό
- η απολύτρωση
- η αποφυλάκιση
- η χορήγηση
- η λύτρωση, η ανακούφιση, ο λυτρωμός
- η υστεροτοκία
- η λευτεριά (από γέννα)