dénigreur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dénigreur | dénigreurs |
θηλυκό | dénigreuse | dénigreuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dénigreur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dénigrer