dérisoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dérisoire dérisoires

Επίθετο[επεξεργασία]

dérisoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εξευτελιστικός, γελοίος
    prix dérisoire - εξευτελιστική τιμή

Συγγενικά[επεξεργασία]