dérision
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ʁi.zjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dérision | dérisions |
dérision (fr) θηλυκό
- η περιφρόνηση
- η ειρωνεία
- ο χλευασμός, ο σαρκασμός, η χλεύη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- tourner en dérision: ειρωνεύομαι, χλευάζω, περιφρονώ