daily
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
daily (en) (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα[επεξεργασία]
daily (en) (χωρίς παραθετικά)
- καθημερινά
- ↪ He was working out daily.
- Γυμναζόταν καθημερινά.
- ↪ He was working out daily.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
daily | dailies |
daily (en)