dispense

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

dispense (en)

  1. διανέμω, διαθέτω, χορηγώ, διαμοιράζω, μοιράζω
    • απελευθερώνω τμηματικά
  2. dispense with: απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dispense dispenses

dispense (fr) θηλυκό

  • η απαλλαγή
    elle a eu une dispense de gymnastique - απαλλάχτηκε από τη γυμναστική (το μάθημα)

Συγγενικά[επεξεργασία]