dissolvant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissolvant | dissolvants |
θηλυκό | dissolvante | dissolvantes |
dissolvant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dissolvant | dissolvants |
dissolvant (fr) αρσενικό
- το διαλυτικό
- (ειδικότερα) το ασετόν