drug addiction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
drug addiction | drug addictions |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
drug addiction (en)
ενικός | πληθυντικός |
drug addiction | drug addictions |
drug addiction (en)